- μικροπολίτις
- μικροπολῑτις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)βλ. μικροπολίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροπολίτης — μικροπολίτης, ὁ, θηλ. μικροπολῑτις (Α) πολίτης, κάτοικος μικρής πόλης αρχ. το θηλ. ως επίθ. (για εκκλησία τού δήμου) αυτή που βρίσκεται σε μικρή, ασήμαντη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πολίτης (< πόλις)] … Dictionary of Greek